φυγοδέμνιος

φυγοδέμνιος
-ον, Α
(για την Παλλάδα) αυτός που αποφεύγει την συζυγική κλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- τού αορ. β' -φυγ-ον τού ρ. φεύγω*) + -δέμνιος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. φιλο-δέμνιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυγοδέμνιος — shunning the marriage bed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγοδέμνιον — φυγοδέμνιος shunning the marriage bed masc/fem acc sg φυγοδέμνιος shunning the marriage bed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγοδέμνιε — φυγοδέμνιος shunning the marriage bed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • φυγόδεμνος — ον, ΜΑ φυγοδέμνιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + δεμνος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. στυγό δεμνος] …   Dictionary of Greek

  • φυγόλεκτρος — ον, Α φυγοδέμνιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. Β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + λεκτρος (< λέκτρον «συζυγικό κρεβάτι, γάμος»), πρβλ. μισό λεκτρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”